- πόσιμον
- πόσιμοςdrinkablemasc/fem acc sgπόσιμοςdrinkableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek
φιλτροπόσιμον — τὸ, Α φιλτρόποτον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + πόσιμον, ουδ. τού επιθ. πόσιμος] … Dictionary of Greek